μαδριγάλι(ο)

μαδριγάλι(ο)
το
1. μικρό χαριτωμένο και πνευματώδες ποίημα, συνήθως ερωτικό ή σατιρικό, που εκφράζει λεπτή, τρυφερή και φιλόφρονα σκέψη και ανάλογα συναισθήματα και καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά στην Ιταλία κατά τον 14ο αιώνα
2. τραγούδι με ποιμενικό ύφος για δύο ή τρεις φωνές κατά τον μεσαίωνα, το οποίο από τον 16ο αιώνα και μετά αναπτύχθηκε σε πολυφωνική μουσική σύνθεση για χορωδία α καπέλα με κείμενο λαϊκού χαρακτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. madrigal < ιταλ. madrigale].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαδριγάλι — Ιταλική ποιητική σύνθεση λαϊκής προέλευσης, κυρίως ποιμενικού περιεχομένου. Τον 14o αι. με τον Πετράρχη, το μ. πέρασε στη λόγια ποίηση και κατόπιν υιοθετήθηκε από το μεγαλύτερο μέρος των Ιταλών ποιητών. Το αρχικό μετρικό σύστημα ήταν σταθερό και… …   Dictionary of Greek

  • Αϊνστάιν, Άλφρεντ — (Alfred Einstein,Μόναχο 1880 – Ελ Σερίτο, Καλιφόρνια 1952). Γερμανός μουσικολόγος και κριτικός. Μαθητής του Άντολφ Ζάντμπεργκερ, εκπατρίστηκε το 1933, έζησε στο Λονδίνο και στη Φλωρεντία και από το 1939 εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ. Μουσικοκριτικός… …   Dictionary of Greek

  • Βέκι, Οράτιο Τιβέριο — (Oratio Tiberio Vecchi, Μοντένα 1550 – 1605). Ιταλός συνθέτης. Η φήμη του οφείλεται κυρίως στο έργο του Αμφιπαρνασσός (Amfiparnaso), μια συλλογή από πεντάφωνα μαδριγάλια λαϊκού χαρακτήρα. Επηρεασμένος από το κοσμικού τύπου μαδριγάλι που… …   Dictionary of Greek

  • αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …   Dictionary of Greek

  • κατσιά — Είδος έμμετρης ποιητικής και μουσικής σύνθεσης. Το ποιητικό είδος της κ. εμφανίστηκε πρώτη φορά στη Γαλλία τον 13ο αι., αλλά άνθησε ιδιαίτερα στην Ιταλία στα τέλη του 14ου και κατά τον 15o αι. με τα έργα των Τοσκανών ποιητών, ανάμεσα στους… …   Dictionary of Greek

  • βιλανέλα ή βιλανέσκα — Μουσικο λογοτεχνική πολυφωνική σύνθεση, που αναπτύχθηκε και διαδόθηκε ιδιαίτερα τον 16ο και 17ο αι. Η σύντομη έκταση, η εκφραστική της απλότητα και το πλάσιμό της, που βρίσκεται μακριά από τον πολύπλοκο αντιστικτικό χαρακτήρα που έχει το… …   Dictionary of Greek

  • Μπανκιέρι, Αντριάνο — (Adriano Banchieri, Μπολόνια 1568 – 1634). Ιταλός συνθέτης, οργανίστας και θεωρητικός της μουσικής. Γεννήθηκε ένα χρόνο μετά τη σύνθεση (σημαντικότατη για την εξέλιξη της πολυφωνίας και του μαδριγαλιού) του Cicalamento delle donne al bucato,… …   Dictionary of Greek

  • Πετράρχης, Φραντσέσκο — (Petrarca, Αρέτσο, Τοσκάνη 1304 – Αρκουά, Πάντοβα 1374). Ιταλός ποιητής. Γιος ενός Φλωρεντινού εξόριστου, ο Π. έζησε στην αρχή στην Πίζα και μετά πήγε στην Αβινιόν, έδρα τότε του παπισμού, σημαντικό πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο. Μετά τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”